- Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος-
- (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την υποχρέωση να υποτάσσεται στους κανόνες οποιουδήποτε εργαστηρίου και έγινε ανεξάρτητος τεχνίτης. Θα πρέπει να πέρασαν και μερικά χρόνια από τότε που ο Τισιανός τον έδιωξε βίαια από το εργαστήριό του, γιατί ο θερμός και ολύμπιος αισθησιασμός του ηλικιωμένου δασκάλου δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τις αντίθετες τάσεις του νεαρού ζωγράφου, που ήταν ανήσυχος, φιλόδοξος, νευρικός και μεγαλοφυής. Είναι επομένως αδύνατο να πει κάποιος πως ο Τ. υπήρξε πραγματικός μαθητής του Τισιανού, από τον οποίο δέχτηκε –και δεν μπορούσε να μη συμβεί αυτό– μόνο έμμεσες επιδράσεις. Η διαμόρφωσή του συνδέεται περισσότερο με τον Μπονιφάτσιο ντε Πιτάτι και με τον Αντρέα Μεαντόλα, τον επονομαζόμενο Σκιαβόνε, ζωγράφο της βενετσιάνικης σχολής, επηρεασμένο όμως ταυτόχρονα από τη μανιεριστική κομψότητα του Παρμιτζανίνο.
Ο πολύμορφος και ευαίσθητος Τ. ένιωσε και δέχτηκε τον νέο δρόμο της ιταλικής ζωγραφικής ακριβώς τη στιγμή που ο Τισιανός κατόρθωσε με κόπο να συμβιβάσει τη μεγάλη βενετσιάνικη παράδοση με το κύμα του μανιερισμού που προχωρούσε ορμητικό. Ο Τ. άφησε να κατακτηθεί εντελώς από τους Ετρούσκους δαίμονες, υπέταξε το φως και το χρώμα της βενετσιάνικης τέχνης στη δύναμη της μορφής και του πλαστικού και ηρωικού τιτανισμού που εμπνεύστηκε από τη γλυπτική του Γιάκοπο Σανσοβίνο και από τις επιδράσεις του Μιχαήλ Aγγέλου. Σε αυτά προσέθεσε την αγάπη του για τις έντονες συνθέσεις, που κληρονόμησε από τον Πορντενόνε και που εξώθησαν έως τα άκρα τη συνθετική τόλμη του, τις υποβλητικές προσωπικές παραμορφώσεις, τα παιχνίδια του φωτός και της σκιάς που ενσωματώνονται στο τονικό σύνολο χωρίς να καταστρέφουν τον χρωματικό παλμό και δημιουργούν μια ισχυρή ατμοσφαιρική ένταση, ένα κλίμα μετέωρου.
Η πρώτη περίοδος της τέχνης του Τ. συμπίπτει με τον Μυστικό Δείπνο (1547) της εκκλησίας Σαν Μαρκουόλα, στον οποίο οι μανιεριστικές τάσεις έχουν ήδη εντελώς αφομοιωθεί, ενώ Το θαύμα του Aγίου Μάρκου που απελευθερώνει τον δούλο (1548, Βενετία, Πινακοθήκη της Ακαδημίας) θεωρείται γενικά το πρώτο έργο μεγάλης πνοής του καλλιτέχνη, όπου διακρίνονται ήδη όλα τα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του: οι εντυπωσιακές αντιθέσεις του φωτός, συνδυασμένες με ένα χρώμα πλούσιο και παλλόμενο, η ζωτική ορμή της σύνθεσης που οφείλεται στη διάταξη και στις κινήσεις των μορφών και η προτίμηση για την απεικόνιση των εξαιρετικών γεγονότων. Το έργο υμνήθηκε από τον Αρετίνο και τους συγχρόνους του, ενώ η νεότερη κριτική το θωρεί ως την τελειότερη πραγματοποίηση των μιχαηλαγγελικών επιδράσεων ή τον τελευταίο πίνακα που φανερώνει την καταγωγή της ζωγραφικής του Τ. από τον Τισιανό· άλλοι πάλι το θεωρούν ως το έργο με την τελειότερη ισορροπία στη σύνθεση χρώματος και πλασμού, που ήταν ασφαλώς η μεγαλύτερη φιλοδοξία του Τ.
Από το 1550 έως το 1553 ο Τ. ζωγράφισε τις Βιβλικές σκηνές της Σχολής της Αγίας Τριάδας, μερικές από τις οποίες, όπως Αδάμ και Εύα (σήμερα στην Ακαδημία της Βενετίας), Ο απαγορευμένος καρπός (Φλωρεντία, Πινακοθήκη Ουφίτσι), Το αμάρτημα (Ακαδημία της Βενετίας), αντιπροσωπεύουν τη λυρική αποκορύφωση του ζωγράφου. Με τις Βιβλικές σκηνές συνδέεται η Απελευθέρωση της Aρσινόης, της Δρέσδης, και κυρίως η ωραιότατη Σουζάννα, της Βιέννης, το αριστούργημα της περιόδου αυτής και ασφαλώς μια από τις υψηλότερες πραγματοποιήσεις του Τ. Ακολούθησαν οι άλλες βιβλικές σκηνές, σήμερα στο Μουσείο του Πράντο, και οι πίνακες για τη Σχολή του Aγίου Μάρκου με θαύματα του Aγίου (1562-66): Ανεύρεση του σώματος του Aγίου Μάρκου, Μετακομιδή του σώματος του Aγίου Μάρκου, Το θαύμα του Σαρακηνού. Είναι 3 έργα με αρτιότατη εκτέλεση, όπου κυριαρχεί το ενδιαφέρον για τις ισχυρές φωτοσκιάσεις, αλλά και μια μελοδραματική διάθεση, που επιδιώκει να εντυπωσιάσει και να καταπλήξει με τη χρησιμοποίηση μιας θεατρικής δυναμικής τεχνικής. Μεγαλύτερη θεατρικότητα υπάρχει στη Δευτέρα Παρουσία, έναν από τους δύο μεγάλους πίνακες της εκκλησίας της Μαντόνα ντελ Όρτο, έργα περίπου του 1562. Η Δευτέρα Παρουσία υποβάλλει αυτόματα τη σύγκριση με την ομώνυμη τοιχογραφία του Μιχαήλ Aγγέλου στην Καπέλα Σιστίνα της Ρώμης, από την οποία ο καλλιτέχνης αντιγράφει μερικές εικονογραφικές λεπτομέρειες, αλλά που αποκαλύπτει το διαφορετικό αίσθημα του χώρου των δύο καλλιτεχνών, με άλλα λόγια τον διαφορετικό ηθικό κόσμο τους.
Μεταξύ 1564 και 1587 ο Τ. εκτελεί το μεγαλύτερο ζωγραφικό έργο του: τη διακόσμηση της Μεγάλης Σχολής του Σαν Ρόκκο με πίνακες αφιερωμένους στη δόξα του Aγίου Ρόκκου, τις αλληγορίες των άλλων σχολών της Βενετίας, ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη και τον βίο της Παναγίας. Το έργο συμπληρώθηκε σε 3 διαδοχικές φάσεις: η αίθουσα του Αλμπέργκο μεταξύ 1564 και 1566, η μεγάλη επάνω αίθουσα μεταξύ 1576 και 1581, η κάτω αίθουσα μεταξύ 1583 και 1587. Και εδώ, το καθαρά μορφικό άγχος, η έξαρση που θέλει να είναι δραματική αλλά συχνά είναι μόνο εφευρετική, αντισταθμίζονται με την τόλμη του σχεδίου, την εκπληκτική δεξιοτεχνία, τη σοφή χρησιμοποίηση του φωτός που μετέχει και καθορίζει τον ρυθμό της σύνθεσης και δημιουργεί χώρους σχεδόν παράλογους. Έτσι, η απέραντη Σταύρωση της αίθουσας του Αλμπέργκο, και ο Χριστός εμπρός στον Πιλάτο, όπου η μορφή του Ιησού, που ξεχωρίζει από την ομάδα των παρισταμένων και τα αρχιτεκτονήματα του βάθους, ντυμένη με τον φωτεινό λευκό χιτώνα στο βραδυνό ημίφως –προαγγέλοντας σχεδόν τη χρωματική τεχνοτροπία του Θεοτοκόπουλου– αποτελούν δύο από τις ευγενέστερες και σπανιότερες πραγματοποιήσεις του ζωγράφου. ‘Eντονο λυρισμό εκφράζει και η Μαρία η Αιγυπτία, όπου πρωταγωνιστής είναι πάντοτε το φως, ένα νυχτερινό φως που διαποτίζει και εξαϋλώνει τα πράγματα. Στο Σαν Ρόκκο επίσης μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η τεράστια Φάτνη της επάνω αίθουσας και η τολμηρή Ανάληψη. Συγχρόνως με τον κύκλο αυτό ο Τ. ζωγράφισε και άλλα έργα μεγάλης πνοής, όπως οι Μυθολογικές αλληγορίες του Ανακτόρου των Δόγηδων, χαρακτηριστικές για την ήρεμη κλασικίζουσα κομψότητα, οι Γιορτές των Γκοντσάγκα (Πινακοθήκη του Μονάχου) και ο Παράδεισος για την Αίθουσα του Ανώτατου Συμβουλίου του Ανακτόρου των Δόγηδων στη Βενετία, που θεωρείται ο μεγαλύτερος πίνακας του κόσμου. Τέλος οι δύο πίνακες του χορού του Σαν Τζιόρτζιο Ματζόρε: ο Μυστικός Δείπνος που συνδέεται με την τεχνοτροπία του Σαν Ρόκκο και η Συλλογή του Μάννα.
Τιντορέτο: «Σταύρωση». Στον απέραντο αυτό πίνακα, που εκτελέστηκε το 1565, για τον κύκλο της εικονογράφησης της Σχολής του Σαν Ρόκο, στη Βενετία, η μορφή του Χριστού είναι μια από τις ευγενέστερες και ποιητικότερες πραγματώσεις του καλλιτέχνη.
Η ανεύρεση του σώματος του «Αγίου Μάρκου» έργο του ζωγράφου Γιάκομπο Ρομπούστι του επονομαζόμενου Τιντορέντο (1562). Πινακοθήκη της Ακαδημίας, Βενετία (φωτ. ΑΠΕ).
Τιντορέτο: Αυτοπροσωπογραφία. Ο καλλιτέχνης είναι μια από τις πλούσιες και πολύπλευρες μορφές της ιταλικής ζωγραφικής. (Μουσείο Λούβρο, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.